Ομιλια Ιδρυτή


ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΟΛΟΓΙΩΤΑΤΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΚΥΚΚΟΥ 

κ. ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΣΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΚΥΚΚΟΥ 

ΣΤΙΣ 17 ΜΑΪΟΥ 1998

Ἐξοχώτατε κ. Πρόεδρε,
Μακαριώτατε,
Τό ὀνειρευόμασταν καί τό ἐπράξαμεν. «Λαμβάνει» σήμερα «σάρκα καί ὀστᾶ» ὁ ἀπό ἐτῶν ἀσίγαστος πόθος τῆς Ἀδελφότητας τῆς ἱστορικῆς αὐτῆς Μονῆς, τῆς Ἐλεούσας τοῦ Κύκκου. Ἐγκαινιάζουμε σήμερα, ὡς στέφανον ἐνιαυτοῦ κατά τό ὁρόσημο τῆς συμπληρώσεως ἐννεακοσίων ἐτῶν ἀπό τῆς ἱδρύσεως τῆς Μονῆς ὑπό τοῦ αὐτοκράτορος τοῦ Βυζαντίου Ἀλεξίου Α’ τοῦ Κομνηνοῦ, μπροστά σέ πανέντιμη χορεία γεραρῶν ἱεραρχῶν, φιλοθέων ἡγουμένων καί λοιπῶν κληρικῶν καί μοναχῶν, μπροστά σέ ἐξοχότητες τοῦ πνεύματος, ἐξοχότητες τῆς ἐπιστήμης, ἐξοχότητες τῆς πολιτικῆς ζωῆς, τό νεόδμητο Ἐκκλησιαστικό Μουσεῖο τῆς Ἱερᾶς Βασιλικῆς καί Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Κύκκου, ἔργο πρωτοποριακό, εὐτυχεστάτης ἐμπνεύσεως καί ἀρίστης ἐκτελέσεως, ἔργο ἐνθουσιασμοῦ καί μόχθου τῆς Ἀδελφότητας.
Τό ἐγκαινιαζόμενο σήμερα Μουσεῖο εἶναι ἡ συνισταμένη ἑπταετῶν πολυμόχθων καί νυχθημέρων ἀνυστάκτων προσπαθειῶν, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀνακαινιστικῆς ἐαρινῆς πνοῆς, πού διατρέχει τήν Ἀδελφότητα, καί ἀποδεικνύει ὅτι ἡ Μονή αὐτή, τό πάλαι σεμνεῖο τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητας, εἰσέρχεται ὁριστικά σέ νέα περίοδο ἀνιούσας πνευματικῆς ἀλκῆς, ἀναλάμπουσα καί ἀνασφριγῶσα. Ἡ Ἱερά Μονή Κύκκου, τό σεπτό καί αἰωνόβιο τοῦτο σκήνωμα, πού ἀπέβη στή διάρκεια τῶν ἐννέα αἰώνων τῆς ζωῆς τῆς σελαγίζουσα τοῦ ἑλληνισμοῦ καί τῆς Ὀρθοδοξίας ἑστία, δέν εἶναι σήμερα ἐσβεσμένη καί αἰθαλιῶσα λυχνία. Δέν εἶναι παράδοση μόνο τοῦ παρελθόντος, νεκρό καί ἄχρηστο κειμήλιο τῆς ἱστορίας, δέν ἔχασε τό νῆμα τοῦ σκοποῦ της, τή λαμπρότητα καί τόν προορισμό της. Ἡ Μονή αὐτή εἶναι καί σήμερα κέντρο πολυποίκιλης ἀκτινοβολίας καί δράσεως ἐκκλησιαστικῆς, πνευματικῆς, ἐθνικῆς, φιλανθρωπικῆς, κοινωνικῆς, πανορθοδόξου, εἶναι καί σήμερα τόπος εὐσεβείας καί ἐνεργοῦ πίστεως, μέρος διαφύλαξης ἀλώβητων τῶν θησαυρῶν τῆς ὀρθοδόξου Ἀληθείας, πνευματικότητας καί εὐλαβείας, ἀλλά καί ἑστία πολιτισμοῦ, γραμμάτων καί καλλιτεχνικῶν ἐπιτευγμάτων. Οἱ μοναχοί της εἶναι καί σήμερα εὐθαρσεῖς πρόμαχοι τῆς Ὀρθοδοξίας, ἄγρυπνοι φρουροί καί φύλακες τῶν ἱερῶν καί τῶν ὁσίων τῆς πίστεως, συντηρητές ἀνεκτιμήτων ἀξιῶν τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ, ἐξόχων μνημείων, κειμηλίων καί παντοίων ἔργων τῆς ἱερᾶς καί τῆς θύραθεν σοφίας καί τέχνης, τά ὁποῖα δημιούργησε τό ἀσκητικό βίωμα καί ἀποθησαύρισε ὁ ζῆλος καί ἡ φιλοτιμία τῶν μοναχῶν. Ἡ Ἱερά Μονή Κύκκου καί σήμερα στέκει μέ γαλήνια ἀρχοντιά ὁλοφώτεινο κέντρο δεήσεως, ἀγάπης, παρηγοριᾶς, μεταφέροντας στήν καρδιά τοῦ λαοῦ μας ἐλπίδες, εἰρήνη, ὁράματα, πού δωρίζει ἡ χριστιανική πίστη. «Ἐδῶ μέσα στίς «αὐλές τοῦ Κυρίου» ζωογονεῖται ἡ πίστη, ἐνισχύεται ἡ ἐλπίδα, ἐξαγιάζεται ἡ ἀγάπη πρός τόν Χριστό καί τόν ἄνθρωπο», ἐδῶ μέσα στά «ἀγαπητά τοῦ Κυρίου σκηνώματα» ἐντελῶς ἀτύφως καί ἀθορύβως ἐπιτελοῦνται καί σήμερα ἔργα εὐποιίας ἐξαίρετα. Ὅποιος διαθέτει καθαρό νοῦ καί δίκαιη κρίση εὔκολα μπορεῖ νά διακρίνει αὐτή τήν προσπάθεια τῆς ἀναβάσεως στό Θαβώρ τῆς πνευματικῆς μεταμορφώσεως, αὐτό τό ὀρειβατικό σκαρφάλωμα στίς κορυφές τῆς ἀρετῆς, πού συντελεῖται σήμερα μέ τίς προσπάθειες ὅλης τῆς Ἀδελφότητας.
Ἐξοχώτατε κ. Πρόεδρε,
Μακαριώτατε,

Εἶναι ἱστορικά ἀναντίρρητο ὅτι ὅλα τά μεγάλα ἐπιτεύγματα τοῦ πολιτισμοῦ ἔχουν ρίζα καί ἔμπνευση θρησκευτική. Τά ἔπη τοῦ Ὁμήρου, ὁ Παρθενῶνας τῆς κλασσικῆς ἀρχαιότητας, ἡ Ἁγία Σοφία στό Βυζάντιο ἔχουν θεμέλιο καί ἀφετηρία τή θρησκευτική πίστη.
Ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικός κόσμος, μόλις ἔπαυσε νά θρησκεύει, ἔπαυσε καί νά δημιουργεῖ. Ὅταν ἐμφανίστηκαν καί κυριάρχησαν οἱ μεγάλοι φιλόσοφοι, καί διεκήρυξαν ὅτι, ὄχι οἱ θεοί, ἀλλά οἱ ἰδέες εἶναι ἡ Ἀλήθεια, οἱ ἀρχαῖοί μας πρόγονοι ἔχασαν καί τή δημιουργική τους πνοή. Ἄνθισε καί πάλι ὁ ἑλληνισμός, ὅταν ζωογονήθηκε ἀπό τόν χριστιανισμό, καί ὁ ἄνθρωπος βρῆκε τήν ὁλοκλήρωση τῆς ἀξίας του.
Στό Βυζάντιο ὁ ἑλληνισμός, ὡς σχῆμα χαροποιό, συζευχθείς μέ τόν χριστιανισμό, ὡς πνευματικό βάθος, ἔγινε Ὀρθόδοξη Ἀνατολική Ἐκκλησία. Μέ τή σύνθεση αὐτή, ἀφ’ ἑνός μέν ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικός πολιτισμός ἐπιβιώνει μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καί θάλλει, μεταμορφωμένος, καί ἁγιάζεται, καθαιρόμενος μέ τό πνεῦμα τῆς χάριτος, ἀφ’ ἑτέρου δέ τό ἑλληνικό φῶς σχηματοποίησε τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, καί τό ἐσαφήνισε σέ τέχνη, σέ ποίηση, σέ δογματικούς ὅρους, σέ ἐπιστημονική ἐπεξεργασία, τό ἐνεφάνισε ὡς ἑλληνοχριστιανικό πολιτισμό. Μέ τόν πολιτισμό αὐτό τό Βυζάντιο φεγγοβόλησε ὡς ζείδωρο φῶς σ’ ὅλη τήν Ἀνατολή, καί ἔδωκε σχήματα καί μορφές, πού χαρακτηρίζουν καί σήμερα ἀκόμη τή ζωή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν. Ὁ βυζαντινός πολιτισμός, πολιτισμός ὡραιότητας, μέτρου, καί ρυθμοῦ, καί σοφίας, καί ἐπιστήμης, σημειώθηκε ὡς βυζαντινά αἰώνια καλλιτεχνικά μνημεῖα, μέ ἀρχή καί τέλος τόν θαυμάσιο ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, τήν οὐράνια αὐτή ὀπτασία μέ ὑλική ὑπόσταση, πού ἐκστασίασε τούς ἀντιπροσώπους τοῦ Βλαδίμηρου τῆς Ρωσσίας, καί εἶπαν ὅτι στόν ναό αὐτό «βρίσκεται ὁ οὐρανός πάνω στή γῆ», τό ὑπέροχο αὐτό ποίημα τῆς ἀναλογίας καί συμμετρίας, τό ὑπέρτατο αὐτό σύμβολο ρυθμοῦ καί ἁρμονίας, σημεῖο ἀναφορᾶς ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἰδιαίτερα ὅμως ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων, τήν Ἁγιά Σοφιά, πού βρίσκεται στήν καρδιά τῆς ἱστορίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί στήν καρδιά τῆς ἱστορίας τοῦ ἔθνους μας, καί πού ἀποτελεῖ εὐλογία γιά ὅλο τόν κόσμο.
Αὐτός ὁ πολιτισμός, αὐτή ἡ πίστη, ὡς ἑλληνοχριστιανική συνείδηση, ὡς Ὀρθοδοξία, μεταδόθηκε ἀπό γενιά σέ γενιά, καί ζεῖ ὡς ἱερά παράδοση μέσα στήν ψυχή μας. Τά ὀρθόδοξα μοναστήρια μας, ὡς κοινωνία καί πολιτεία, διατήρησαν τόν βυζαντινό χαρακτῆρα, σχεδόν ἀναλλοίωτο ἀπό τόν χρόνο, οἱ δεήσεις, οἱ ἱεροτελεστίες, ἡ ἱστορία, ὁ ρυθμός καί ἡ ὅλη καλλιτεχνική διακόσμηση τῶν ἱερῶν αὐτῶν κτηρίων καί ὁ καθόλου θρησκευτικός βίος μετάγουν τό πνεῦμα στό Βυζάντιο.
Ἡ Ἱερά Μονή Κύκκου, τό μοναδικό αὐτό κέντρο, πού ἱδρύθηκε καί βρισκόταν κάτω ἀπό τήν προστασία τῶν Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἦταν καί εἶναι ἕνας πομπός βυζαντινῆς πνευματικῆς ἀκτινοβολίας. Μέ τίς παραδόσεις τοῦ Βυζαντίου, μέ τήν ἱστορία της, μέ τά σῳζόμενα κειμήλια, μέ τά ἀρχιτεκτονικά καί ἄλλα καλλιτεχνικά μνημεῖα τῆς τέχνης ἀποτελεῖ βυζαντινή ἱστορία, ζῶσα καί ἐνεργουμένη.
Τό νεόδμητο ἐκκλησιαστικό μουσεῖο, τά ἐγκαίνια τοῦ ὁποίου τελοῦμε σήμερα, ὡς ἔμπνευση καί ὡς δημιουργία ἀκουμπᾷ στή βυζαντινή κληρονομία. Τό μεγαλεῖο τοῦ ἔργου αὐτοῦ, πού κάνει τόν ἐπισκέπτη νά νιώθει τήν ἔμπνευση τῆς δημιουργίας, τῆς καλαισθησίας, τῆς ἀρχοντιᾶς, καί ἡ μυστική γοητεία, τήν ὁποίαν ἀσκεῖ στίς ψυχές μας, ὀφείλεται στό ὅτι ἀντλεῖ ἀπό τή μυστική πηγή τῆς βυζαντινῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεως τοῦ ἔθνους μας, καί εἶναι ἐμβαπτισμένο ἐξ ὁλοκλήρου μέσα στά ζωοποιά της ρεῖθρα. Ὅπως ὁ βυζαντινός ὀρθόδοξος ναός εἶναι «κτισμένος πρός τά ἔσω», τονίζεται δηλαδή περισσότερο ἡ διαμόρφωση καί ἡ διάπλαση τοῦ ἐσωτερικοῦ χώρου, παρά ἡ ἐξωτερική ἀρχιτεκτονική γραμμή, ἡ ὁποία εἶναι λιτή καί ἀπέριττη, ἔτσι καί τοῦ λαμπροῦ αὐτοῦ οἰκοδομήματος, τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Μουσείου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, ἡ ἐσωτερική διαμόρφωση καί ἡ διάπλαση τοῦ χώρου καί ὅλος ὁ διάκοσμος μᾶς ἀποκαλύπτουν ἕνα κόσμο, πού δέν τόν μαντεύουμε ἀπ’ ἔξω. Ἡ ὅλη ἀριστοτεχνική, πλούσια, ἐσωτερική διακόσμηση ἀποδίδει τήν ἀρχοντιά, τό κάλλος, τήν ὀμορφιά, τήν ὡραιότητα τῆς βυζαντινῆς ἀτμόσφαιρας, ἑλκύει πρός αὐτήν μέ ἀκατανίκητη δύναμη, ἀφυπνίζει τίς λανθάνουσες καί ὑπνώττουσες στό ὑποσυνείδητο τῆς ὀρθοδόξου ψυχῆς ἀναμνήσεις καί εἰκόνες τοῦ μεγαλείου τῆς βυζαντινῆς Ὀρθοδοξίας, καί τίς ζωογονεῖ ἐνώπιόν μας.
Μπαίνοντας μέσα στό Μουσεῖο, ἕνας ἄλλος κόσμος σέ δέχεται. Μέσα σ’ ἕνα ἁρμονικό σύνολο ἐκθεμάτων, πού δημιουργοῦν μιά ἀληθινή αὐθεντική συγκίνηση, ἀλλά καί κατάνυξη ἱερή, μέσα σ’ ἕνα ὑποβλητικό βυζαντινό χῶρο αὐτοκρατορικοῦ μεγαλείου, μέσα σ’ ἕνα ἡμίφωτο, σ’ ἕνα «φῶς ἱλαρόν ἁγίας δόξης», μέσα σέ μιά μυσταγωγική ἀτμόσφαιρα, ὅπου ἁπλώνεται ἡ γαλήνη καί ἡ κατάνυξη, ὅπου γίνεται καί ὁ ἀέρας ἅγιος ἀπό τήν ἀποστάζουσα γλυκασμό, ἁπαλή, ὑπόκωφη, βυζαντινή μουστική, ἡ ψυχή τοῦ ἐπισκέπτη «πνεύματος πληροῦται Ἁγίου», αἰσθάνεται «τοῦ πνεύματος τήν ἡδονήν» κατά τόν Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, καί ποθεῖ νά ὑπερπηδήσει τή μιά μετά τήν ἄλλη τίς διάφορες μορφές τοῦ ὡραίου, γιά νά φθάσει στό αἰώνιο καί τέλειο κάλλος τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἐσωτερικός χῶρος τοῦ μουσείου, χαρά καί γαλήνη τῆς ψυχῆς, χειραγωγεῖ πρός τήν ὀμορφιά Ἐκείνου, πού εἶναι ὅλο φῶς καί αἰώνιο πνευματικό κάλλος, ὁ «ὡραῖος κάλλει παρά πάντα βροτούς», ἀνάγει τόν νοῦ στό ἀπόλυτο καί πανυπερτέλειο κάλλος τοῦ Θεοῦ, «ἐκ τοῦ κάλλους τῶν ὁρωμένων εἰς τό ὑπέρκαλον»παραπέμποντα, ὅπως θά ’λεγε ὁ Μέγας Βασίλειος. Ἡ ἐσωτερική ἀτμόσφαιρα τοῦ Μουσείου αὐτοῦ συγκιρνᾷ ἐπιβλητικότητα καί ὑποβλητικότητα, ὡραιότητα καί ἁγιότητα, γιατί μόνο στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πραγματοποιεῖται τό φαινομενικά ὀξύμωρο, μεγαλοπρέπεια καί σεμνοπρέπεια, ὀμορφιά καί ἁγιότητα.
Τό ἐγκαινιαζόμενο σήμερα Ἐκκλησιαστικό Μουσεῖο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου δέν εἶναι ἕνα μουσεῖο, πού ἐκθέτει ἔργα μόνο γιά τήν καλλιτεχνική τους ἀξία, ὅπως εἶναι τά μουσεῖα γιά τήν ἀρχαία ἑλληνική τέχνη, δέν εἶναι ἕνα μουσεῖο, ἀποκομμένο ἀπό τόν λειτουργικό χῶρο τῶν ἔργων, πού παρουσιάζει, εἶναι ἕνα μουσεῖο στόν χῶρο τῆς ἴδιας τῆς Μονῆς, ἀποτελεῖ μέρος της, ὅπως τό σκευοφυλάκιο, εἶναι, θά ἔλεγα, ἕνα σκευοφυλάκιο, πού χαρακτηρίζεται ἀπό ἐκεῖνο τό ἰδιαίτερο γνώρισμα, πού ἀνακαλεῖ στή μνήμη σκευοφυλάκια τοῦ Βυζαντίου, καί παρουσιάζει τά ἀντικείμενά του ὡς μέρος τῆς ζωντανῆς λατρείας καί τῆς ἱστορίας τῆς Μονῆς.
Τά κειμήλια τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μονῆς, ξυλόγλυπτα, βυζαντινές καί μεταβυζαντινές εἰκόνες καί τοιχογραφίες, πατριαρχικά σιγίλλια, φιρμάνια, περγαμηνές, χειρόγραφα, παλαίτυπα, εὐαγγέλια μέ πλούσια καί πολυτελῆ στάχωση καί χειροποίητα αὐθεντικά σμάλτα, μίτρες μέ χειροποίητες διακοσμήσεις, ἀριστουργήματα κεντητικῆς τέχνης, ὅπως ἐπιτάφιοι ἐπιτραχήλια, ἐπιγονάτια, ἐπιμανίκια, στιχάρια, σάκκοι ἀρχιερατικοί, φελόνια καί δισκοκαλύμματα, ἔργα ἐκκλησιαστικῆς μεταλλοτεχνίας, ὅπως ἐγκόλπια, ἐπιστήθιοι σταυροί, σταυροί ἁγιάσματος, πατερίτσες, θυμιατά, κανδῆλες, ἅγια ποτήρια, δισκάρια, ἐξαπτέρυγα, μανουάλια, κολυμβῆθρες πρωτοχριστιανικές, θολωτά κιβώρια, ἀρτοφόρια, λειψανοθῆκες καί πλῆθος ἄλλο λατρευτικῶν κειμηλίων, πού συναπαρτίζουν τούς καλλιτεχνικούς θησαυρούς τοῦ νεόδμητου Μουσείου, καί συγκροτοῦν ἕνα ἐντυπωσιακό σέ ἀριθμό καί ποιότητα σύνολο πρωτοχριστιανικῶν, βυζαντινῶν καί μεταβυζαντινῶν ἔργων ὅλων τῶν εἰδῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης, μοναδικό στόν τόπο μας, δέν μποροῦμε νά τά δοῦμε ὡς ἀνεξάρτητη ὀντότητα ἔξω ἀπό τή λατρεία, τά κειμήλια αὐτά καθρεφτίζουν βέβαια καί τά ἱστορικά τους συμφραζόμενα -ἐποχή, τεχνοτροπία, καλλιτέχνη κλπ.- πρῶτα καί κύρια ὅμως εἶναι ἀντικείμενα λατρείας, καί ὁ καλλιτεχνικός τους χαρακτῆρας ὑπαγορεύεται ἀπό τήν ὀρθόδοξη πίστη, αὐτά συνδέονται ὀργανικά μέ τόν πλοῦτο καί τήν ὡραιότητα τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀκολουθιῶν, καί λάμπουν σ’ ὅλη τή μεγαλοπρέπειά τους μόνο στά πλαίσια τῆς λειτουργικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὀργανικά ἑνωμένα μέ τήν ἀκολουθία, στήν ὁποίαν ἀνήκουν, καί ὁ σκοπός τους ἔγκειται ἀκριβῶς στήν παρακολούθηση καί εἰσαγωγή τῆς πιστεύουσας ψυχῆς στή θεία μυσταγωγία πρός πνευματική θεώρηση καί συμμετοχή στίς ἱεροπραξίες.
Τά ἱερά αὐτά κειμήλια, ὡς ζωηφόρα σύμβολα, ἔχουν ἀξία καί διαστάσεις, πού ὑπερβαίνουν κατά πολύ τά ὅρια μιᾶς καλλιτεχνικῆς δημιουργίας˙ γέννημα τοῦ ἀσιγήτου πόθου πρός τό ὑπεραισθητό καί καρπός ἐσωτερικῆς θρησκευτικότητας, ἐκφράζουν τίς δοξολογίες καί εὐχαριστίες μας πρός τόν Θεό, τίς ἱκεσίες μας, τήν ἐλπίδα καί τήν ἀγάπη μας, καί συνιστοῦν κοινή πνευματική περιουσία καί παρακαταθήκη.
Ὅλην αὐτήν τήν καθαγιασμένη καλλιτεχνική παραγωγή, πού δημιούργησε ἡ εὐλάβεια καί δεξιότητα τῶν καλλιτεχνῶν μοναχῶν καί λαϊκῶν ἤ ἀπέθεσε ἡ εὐσέβεια διαπρεπῶν πατριαρχῶν καί ἀρχιεπισκόπων, φιλοθέων ἡγουμένων, ταπεινῶν μοναχῶν καί φιλομονάχων προσκυνητῶν, ἀλλά καί ἡ εὐσέβεια ἀοιδίμων αὐτοκρατόρων, βασιλέων καί ἡγεμόνων, ἀφοῦ πανορθόδοξη ἦταν ἡ φήμη τῆς θαυματουργικῆς εἰκόνας τῆς Ἐλεούσας τοῦ Κύκκου, καί πανορθόδοξα αἰσθητή ἦταν καί ἡ πνευματική παρουσία τῆς Μονῆς μέ τά περίφημα ἀνά τήν Ὀρθοδοξία μετόχιά της, ὅλον αὐτό τόν καλλιτεχνικό, θρησκευτικό καί ἱστορικό πλοῦτο ἡ Ἱερά Μονή Κύκκου, ἀφοῦ διαφύλαξε, ὡς ἄλλη κιβωτός, μέ ζῆλο καί φροντίδα μέσα στούς αἰῶνες, ἐκθέτει στίς προθῆκες τοῦ ἐγκαινιαζομένου σήμερα Μουσείου˙ ἐκθέτει πρός περιφρούρηση, μελέτη, προβολή καί ἀξιοποίηση τούς σῳζομένους αὐτούς προγονικούς θησαυρούς, οἱ ὁποῖοι ἦσαν παραδομένοι σέ κινδύνους φθορῶν, κλοπῶν, πυρκαϊῶν καί ἄλλων καταστροφῶν. Μέ τή διάσωση, προβολή καί ἀξιοποίηση τῶν ποικίλων αὐτῶν θησαυρῶν προβάλλεται, ὄχι μόνο ἡ Κυπριακή Ἐκκλησία, ἀλλά ἡ Ὀρθοδοξία ὁλόκληρη, εἶναι δέ εὐτύχημα ὅτι στό Μουσεῖο αὐτό ἐκτίθενται καί κειμήλια, προερχόμενα ἀπό ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, γιά νά ἀκούεται, ὅσο τό δυνατό καλύτερα, ἡ συγχορδία τῆς ἀνά τόν κόσμο Ὀρθοδοξίας.
Ἐξοχώτατε κ. Πρόεδρε,
Μακαριώτατε,

Τό ἐγκαινιαζόμενο σήμερα Ἐκκλησιαστικό Μουσεῖο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου ἀποτελεῖ στόλισμα, ὄχι μόνο γιά τή Μονή αὐτή, ὄχι μόνο γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ἀλλά γιά ὅλο τόν λαό μας, γιά τό ὁποῖο πρέπει νά ἀγάλλεται καί νά ὑπερηφανεύεται. Ἀποτελεῖ στόλισμα, ὄχι μόνο γιά τήν ὡραιότητα καί τήν πληρότητά του, ἀλλά καί γιά τούς στόχους καί τίς προεκτάσεις, στίς ὁποῖες ἀποβλέπει ἡ λειτουργία του.
Προορισμός τοῦ Μουσείου αὐτοῦ εἶναι νά ἱκανοποιεῖ περισσότερο τόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο, νά προσφέρει ἀνώτερες ψυχικές καί αἰσθητικές συγκινήσεις, νά βοηθᾷ τόν ἐπισκέπτη μέ τόν λειτουργικό, μυσταγωγικό, ἀναγωγικό χαρακτῆρα τῶν ἐκθεμάτων του νά ἀνεβεῖ «ἀπό τήν ὑλική πολυχρωμία καί τό κτιστό φῶς, πού τέρπουν τούς ὀφθαλμούς, στά οὐράνια χρώματα καί στό ἄρρητο θεῖον κάλλος, πού καταυγάζουν τήν ψυχή», νά ἀνυψώνει πνευματικά τόν ἄνθρωπο, νά τόν κατανύσσει καί νά τόν φέρνει «ἐγγύτατα πρός τόν Θεόν».
Ἐπιδίωξη τοῦ Μουσείου αὐτοῦ εἶναι ἡ σύμφωνη μέ τίς παραδόσεις μας αἰσθητική καλλιέργεια τῶν ἐπισκεπτῶν του, ἡ ἀνύψωση τοῦ πνευματικοῦ καί πολιτιστικοῦ ἐπιπέδου τοῦ λαοῦ μας. Ἡ τέχνη –σημειώνει ὁ Παναγιώτης Κανελλόπουλλος- ἔχει τή δύναμη νά προσδιορίζει ἀποφασιστικά τή διαμόρφωση τῆς ψυχῆς καί τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου, καί ἡ ἑλληνορθόδοξη ἐκκλησιαστική τέχνη, ὡς τέχνη τοῦ ὡραίου καί τοῦ Ἁγίου, ὡς τέχνη τοῦ «ὑπερόχου» ἤ τοῦ «ὑψηλοῦ», διαμορφώνει τόν ἠθικό χαρακτῆρα τῶν ἀνθρώπων, διδάσκει, καλλιεργεῖ, ἐξευγενίζει καί ἠθικοποιεῖ τόν ἄνθρωπο.
Ἀποστολή τοῦ Μουσείου αὐτοῦ εἶναι ἀκόμη νά συμβάλει στήν ἐναρμόνιση τῆς θρησκευτικῆς καί αἰσθητικῆς μορφώσεως τῶν παιδιῶν μας. Τά ἐκθέματά του ἀποτελοῦν ἐξαίρετο καί μοναδικό ἐποπτικό μέσο στό ἔργο τῆς κατηχήσεως, ἡ ἐπίδραση δέ, τήν ὁποία μποροῦν νά ἀσκήσουν στίς ψυχές τῶν παιδιῶν ὅλων τῶν ἡλικιῶν μέ τήν ἄμεση ἐπαφή μέ τούς μορφωτικούς θησαυρούς τῆς ὀρθοδόξου λατρείας, καί τήν κατάλληλη περιγραφή τους, τήν ἔξαρση τοῦ ρόλου τους στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ἔθνους καί τή σημασία τους ὡς ζωντανῶν μαρτύρων τοῦ χριστιανικοῦ μας παρελθόντος καί τῆς ὀρθοδόξου εὐλαβείας, μπορεῖ νά εἶναι ἀναντίρρητα πολύ ἰσχυρότερη καί μονιμώτερη πολλῶν θεωρητικῶν μαθημάτων.
Σήμερα σ’ ἕνα κόσμο, τοῦ ὁποίου οἱ σύγχρονοι τρόποι ζωῆς, ὅλο καί πιό πολύ ἰσοπεδωτικοί, φθείρουν σιγά-σιγά τούς ἁρμούς τῆς παραδοσιακῆς ζωῆς καί ἀποξενώνουν τούς ἀνθρώπους ἀπό τίς ρίζες τους, ἔργο τοῦ Μουσείου αὐτοῦ εἶναι νά βοηθήσει τούς νέους μας νά ἀναζητήσουν τήν αὐθεντικότητα τῆς ζωῆς, νά μελετήσουν μέ σοβαρότητα τό πρόβλημα τῶν πνευματικῶν μας ριζῶν, σέ μιά προσπάθεια ἐπαναπροσδιορισμοῦ τῆς πορείας τους μέσα σ’ αὐτό τόν κόσμο, πού συνεχῶς καί περισσότερο τούς ἀλλοτριώνει καί τούς ἀπειλεῖ. Τά ἐκθέματα τοῦ Μουσείου αὐτοῦ εἶναι κληρονομιά ἐθνική, πολύτιμη, κληροδοτηθεῖσα σ’ ἐμᾶς ὡς ζωντανός θησαυρός, ὁ ὁποῖος δίκην ἱεροῦ νήματος μᾶς συνδέει μέ ἕνα ὁλόκληρο κόσμο, καί ἀνάγει συνεχῶς τό πνεῦμά μας μέχρι τῶν πηγῶν τοῦ πολιτισμοῦ μας. Τά ἐκθέματα τοῦ Μουσείου αὐτοῦ συμβολίζουν τήν πολιτιστική κληρονομιά μας, τήν παράδοση καί τήν ἱστορία μας, τή συνείδηση τῆς φυλῆς μας, τή συνείδηση τοῦ πολιτισμοῦ μας. Ἔργο λοιπόν τοῦ Μουσείου αὐτοῦ εἶναι νά φέρει σέ οὐσιαστικώτερη ἐπαφή μέ τούς προγονικούς θησαυρούς τούς νέους μας, γιά νά μελετήσουν τήν παράδοση, ὅπως αὐτή μορφοποιεῖται καί κρυσταλλώνεται στά στοιχεῖα, αὐτά τῆς ἐθνικῆς μας κληρονομιᾶς, νά συνειδητοποιήσουν καί νά βιώσουν τή συνέχεια τοῦ ἔθνους, τή διαχρονική του ἑνότητα. Ἡ παράδοση εἶναι οὐσιαστικό στοιχεῖο τοῦ πολιτισμοῦ, εἶναι ἡ γονιμοποιός του δύναμη, γι’ αὐτό καί ἐπιβάλλεται ἡ συνεχής μελέτη τῶν στοιχείων, πού τή μορφοποιοῦν. «Ἔχεις χρέος –σημειώνει ὁ Ἴων Δραγούμης- νά τά μελετήσεις αὐτά, γιατί εἶναι ὅλα δικά σου, καί ἀρκετά τά περιφρόνησες ὡς τώρα. Μαθαίνοντας ποῦθε ἔρχεσαι, ξέρεις καί ποῦ εἶναι ὁ δρόμος νά πᾷς˙ καί, σάν τά μάθεις αὐτά, θά εἶσαι ἄνθρωπος».
Φιλοδοξία τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Μουσείου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου εἶναι νά δρᾷ ὡς δύναμη διατήρησης τῆς πνευματικῆς φυσιογνωμίας καί ταυτότητάς μας καί ὡς δύναμη ἀφύπνισης τῆς πολιτιστικῆς μας αὐτοσυνειδησίας.
Σήμερα ἡ πατρίδα μας παραβιάζεται, ὄχι μόνο στά ἐδαφικά, ἀλλά καί στά πνευματικά της σύνορα. Τά πνευματικά σύνορα τῆς πατρίδας μας καταλύονται ἀπό ἀλλότριες ἰδεολογικές δυνάμεις, ἡ διαυγής πνευματική ἀτμόσφαιρα τῆς πατρίδας μας ἀμαυροῦται, νέες ἰδέες καί νέα ἤθη εἰσβάλλουν καί ἀλλοιώνουν τήν ἐθνική καί θρησκευτική μας παράδοση. Σήμερα μέ τήν ἀσταμάτητη ροή τῶν πραγμάτων, μέ τήν οὐσιαστική κατάργηση τῶν συνόρων μεταξύ τῶν ἐθνῶν, καθώς καί μέ τήν προετοιμαζόμενη εἴσοδό μας στήν Ἑνωμένη Εὐρώπη, ὅπου νέες καταστάσεις θά δημιουργηθοῦν καί καινούργιες συνθῆκες ζωῆς θά μᾶς ἐπιβληθοῦν, ἐπιβάλλεται ἐνεργοποίηση τῆς ἀπροσμέτρητης ἠθικῆς δυνάμεως τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεώς μας, γιά νά μήν ἀποχρωματιστοῦν τά ἱερά μας βιώματα, νά μήν ἀτονίσουν οἱ ἐθνικοί παλμοί, νά μήν ἀτροφήσουν τά ἠθικά κριτήρια. Εἶναι ἀπαραίτητο, προκειμένου νά διαφυλάξουμε τήν ἐθνική μας ταυτότητα καί κατά συνέπεια τήν ὕπαρξή μας ὡς ἑλληνισμοῦ, νά διατηρήσουμε τήν πολιτιστική μας κληρονομιά καί νά καλλιεργήσουμε τά πολιτιστικά μας στοιχεῖα, γιατί ἡ παράδοση ἑνός λαοῦ, ἡ πολιτιστική του κληρονομιά ἀποτελοῦν ἀπόδειξη τῆς ἐθνικῆς συνέχειας καί ταυτότητάς του.
Διαφυλάττουμε ἀκόμη τήν πολιτιστική μας κληρονομιά, ὄχι μόνο γιά τό δικό μας συμφέρον, ἀλλά καί ἀπό καθῆκον πρός τόν παγκόσμιο πολιτισμό, γιατί εἶναι χρέος κάθε ἔθνους νά προσφέρει στήν ἀνθρωπότητα τή δική του φυσιογνωμία, καί τίς ἐκδηλώσεις του ἐκεῖνες πού τό χαρακτηρίζουν καί τό ξεχωρίζουν.
Μέσα στούς δύσκολους καί ζοφερούς αὐτούς καιρούς, πού ζοῦμε, μέ τό μισό κομμάτι τῆς πατρίδας μας νά σφαδάζει κάτω ἀπό τή δεσποτεία τοῦ βάρβαρου Ἀττίλα, τό Ἐκκλησιαστικό Μουσεῖο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου θά συντελεῖ ἀκόμη στήν τόνωση τοῦ ἐθνικοῦ καί ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος τοῦ λαοῦ μας, γιατί στό σύνολο τῶν ἐκθεμάτων του ἀτενίζουμε μιά ἐκθαμβωτική συμπύκνωση τῶν ἐκφραζομένων μέ τήν ἑλληνορθόδοξη τέχνη ἀθανάτων ἀξιῶν, πνευματικῶν καί ἠθικῶν, τίς ὁποῖες τό γένος μας ὑπηρέτησε κατά τό παρελθόν, καί μεγαλούργησε.
Σήμερα μέ τούς ἀλλόθρησκους εἰσβολεῖς νά ἔχουν κατασκηνώσει μέσα στά ἱερά ἐδάφη μας, καί νά συνεχίζουν τή λεηλασία τῆς πολιτιστικῆς μας κληρονομιᾶς, βεβηλώνοντες τούς ἱερούς ναούς μας, λαφυραγωγοῦντες τούς θρησκευτικούς θησαυρούς μας καί καταστρέφοντες μέ μανία κάθε ἑλληνορθόδοξη πολιτιστική κληρονομιά, πού ἀποδεικνύει τήν ἑλληνικότητα τῆς νήσου αὐτῆς καί τήν ἀδιάκοπη μαρτυρία τοῦ ἑλληνορθοδόξου πνεύματος πάνω σ’ αὐτήν, τά προγονικά ἐκθέματα, πού κοσμοῦν τίς προθῆκες τοῦ Μουσείου αὐτοῦ, εἶναι σπουδαιότατες μαρτυρίες, ἀποδείξεις, πειστήρια τῆς ἑλληνορθοδόξου πολιτιστικῆς ταυτότητας τῆς πατρίδας μας. Τό Μουσεῖο αὐτό μέ τά ἐκθέματά του συμπληρώνει σήμερα σέ ὥρα δυσχερεστάτη τόν ὁπλισμό τῆς πατρίδας μας γιά τήν ἀπόκρουση τῆς παραχάραξης τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητας μέ νοθεῖες καί ἐξαγορές συνειδήσεων, μέ τήν προβολή τῶν προγονικῶν μας θησαυρῶν ἀποκαλύπτει τή μακραίωνα ἑλληνορθόδοξη παράδοση τῆς νήσου μας, καί εἶναι μιά ζωντανή μαρτυρία τῆς πολιτιστικῆς ἑνότητας, ἡ ὁποία ὑπάρχει στόν εὐρύτερο ἑλληνικό χῶρο, τοῦ ὁποίου ἀναπόσπαστο μέρος εἶναι καί ἡ Κύπρος. Εἶναι τέλος τό Μουσεῖο αὐτό μία εὔγλωττη ἀπάντηση στούς θρασεῖς καί αὐθάδεις κατακτητές ὅτι τόν λαό μας δέν τόν σκιάζει ἡ φοβέρα, χωρίς νά ξεχνᾷ τά σκλαβωμένα ἐδάφη μας, τούς τάφους τῶν πατέρων μας, τίς σκλαβωμένες ἐκκλησιές καί μοναστήρια μας, ζεῖ καί δημιουργεῖ, εἶναι μιά εὔγλωττη ἀπάντηση ὅτι τοῦτα ἐδῶ τά ἅγια χώματά μας, τά ποτισμένα μέ τό αἷμα καί τόν ἱδρῶτα τῶν προγόνων μας, εἶναι δικά μας, καί θά ζήσουμε ἐδῶ εἰς τούς αἰῶνες.

Ἐξοχώτατε κ. Πρόεδρε,
Μακαριώτατε,

Ὅπως ὑποπτεύεσθε, γιά νά ἔχουμε τή χαρά νά ἐγκαινιάζουμε σήμερα τό σημαντικό αὐτό γιά τή Μονή καί τήν Ἐκκλησία ἔργο, προηγήθηκαν μακροχρόνιες καί κοπιώδεις προσπάθειες. Τό Μουσεῖο αὐτό εἶναι ἀποτέλεσμα ἐργώδους προσπάθειας, ἱκανοποιεῖ τίς προσδοκίες τῆς Μονῆς καί εἶναι ἄρτιο ἀπό ἐπιστημονικῆς ἀπόψεως.
Ἡ ἀποπεράτωση ὅμως ἑνός τέτοιου ἔργου δέν προϋποθέτει μόνο κόπους καί φροντίδες, ἐπιμονή καί ὑπομονή καί συνεργασία πολλῶν ἀνθρώπων, φανερώνει πρό παντός χάρη καί εὐλογία Θεοῦ, «ἐάν μή Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες». Καθώς ἀναλογιζόμαστε τόν ἀνηφορικό δρόμο, πού διανύθηκε, τίς δυσκολίες καί τά ἐμπόδια, πού ξεπεράστηκαν, αἰσθήματα εὐγνωμοσύνης στόν Θεό γεμίζουν τήν ψυχή μας, εὐχαριστοῦμε καί δοξολογοῦμε τόν Πανάγαθο γιά τή θαυμαστή συνεχῆ ἐπέμβασή Του.
Ἀπό τοῦ βήματος ὅμως αὐτοῦ αἰσθάνομαι τήν ὑποχρέωση νά εὐχαριστήσω καί ὅλους ἐκείνους, ὅσοι συνεργάσθηκαν γιά καιρό σέ γόνιμη ἁρμονία, γιά νά μᾶς χαρίσουν τό ἀξιοζήλευτο αὐτό ἔργο.
Εὐχαριστίες ὁλόθερμες ὀφείλονται ἐν πρώτοις, τόσο στά μέλη τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Μονῆς, τά ὁποῖα ἐξ ἀρχῆς, ὄχι ἁπλῶς εὐλόγησαν τήν ἰδέα, ἀλλά μέ ἀγάπη συγκινητική περιέβαλαν τήν ὅλη προσπάθεια, ὅσο καί πρός τούς λοιπούς πατέρες τῆς Μονῆς αὐτῆς, τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μου, γιά τήν κατανόηση, τήν ἀνοχή καί τήν προθυμία, μέ τήν ὁποία βοήθησαν στό ἔργο αὐτό. Οἱ ταπεινοί αὐτοί μοναχοί τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, πού συνήθως χλευάζονται, καί σπάνια ἐπαινοῦνται, γιά δεκαετίες τώρα ὑπομένουν καρτερικά τούς θορύβους, τούς κονιορτούς καί τίς ταλαιπωρίες, πού δημιουργοῦνται ἀπό τίς οἰκοδομικές ἐργασίες ἀναπαλαιώσεως τῆς συνυφασμένης μέ τήν ἱστορία καί τήν παράδοση τοῦ λαοῦ μας ἱστορικῆς αὐτῆς Μονῆς. Ἰδιαίτερες ὅμως εὐχαριστίες καί ἀληθινή τιμή ἀξίζουν στόν Ἔφορο τῆς Μονῆς, Ἀρχιμανδρίτη Κύριλλο, ὁ ὁποῖος μέ νεανικό ἐνθουσιασμό καί ζῆλο ἀκαταγώνιστο γιά χρόνια τώρα ἀνυστάκτως ἐποπτεύει, κατευθύνει καί ἐπιστατεῖ τό συντελούμενο στή Μονή ἀνακαινιστικό ἔργο.
Βαθύτατες εὐχαριστίες ἐκφράζω καί πρός τούς Πανιερώτατους Μητροπολίτες Πάφου, Κιτίου καί Κυρηνείας γιά τή συμβολή τους στόν ἐμπλουτισμό τῶν ἐκθεμάτων τοῦ Μουσείου μέ τήν παραχώρηση ὡρισμένων ἀνεκτιμήτου ἀξίας φορητῶν βυζαντινῶν εἰκόνων καί τοιχογραφιῶν.
Πρός τούς ἀρχιτέκτονες τοῦ λαμπροῦ αὐτοῦ οἰκοδομήματος Ἀνδρέα καί Ἰάκωβο Φιλίππου καί τούς συνεργάτες τους, μέ ἰδιαίτερη ἀναφορά στόν Χρῖστο Ἀθανασίου, ἐκ μέσης καρδίας ἐκφράζω τίς εὐχαριστίες μου. Μέ ἀγάπη πολλή καί μέ καρδιά θερμή, ὄχι μόνο ἐργάστηκαν μέ συνέπεια, καί πέτυχαν νά προσαρμόσουν τό ἀρχιτεκτονικό σχέδιο τοῦ ὅλου οἰκοδομήματος σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τῆς Ἀδελφότητας, ὥστε νά ἔχουμε σήμερα ἕνα σύγχρονο οἰκοδόμημα, βασισμένο στό ἀρχιτεκτονικό ὕφος τῶν ἄλλων κτισμάτων τῆς Μονῆς, ἀλλά μέ τήν ἐπιστημονική γνώση τους καί τήν ἀνεκτίμητη πεῖρά τους συντόνιζαν καί κατηύθυναν τίς ἐπί μέρους ἐργασίες, συμβάλλοντες ἔτσι στήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου αὐτοῦ, πού συνιστᾷ δίκαιη καύχηση ὅλων μας.
Πρός τόν ἔχοντα τή γενική ἐπιμέλεια τοῦ ἔργου Ἀρχιτέκτονα-Μουσειολόγο Iain Langlands καί τούς εἰδικούς συνεργάτες του ἐκφράζω ἐπίσης ἰδιαίτερες καί εἰλικρινεῖς εὐχαριστίες. Μέ ζῆλο πολύ καί θαυμαστή ἐπιμέλεια ἐργάστηκαν γιά τήν ἐσωτερική διαμόρφωση, τή διάπλαση καί τόν διάκοσμο τοῦ Μουσείου καί γιά τήν ὀρθή προβολή τῶν ἐκθεμάτων στίς, ἐπιστημονικῶν προδιαγραφῶν, μέ εἰδικό φωτισμό, σταθερή θερμοκρασία καί ἐλεγχόμενη ὑγρασία, προθῆκες.
Ἰδιαίτερη τιμή καί εὐχαριστίες ἀξίζουν ἐπίσης στόν διευθυντή τοῦ Μουσείου, ἀρχαιολόγο Στυλιανό Περδίκη, ὁ ὁποῖος μέ ἄκρα εὐσυνειδησία ἐπιτέλεσε τό καθῆκόν του. Στούς κόπους καί στίς πεφωτισμένες ἐνέργειές του ὀφείλεται ἐν πολλοῖς ἡ σημερινή περικαλλής παρουσίαση τῶν ἐκθεμάτων τοῦ Μουσείου.
Εὐαρέσκεια, εὐγνωμοσύνη καί εἰλικρινεῖς εὐχαριστίες ἐκφράζω καί πρός τούς Μενέλαο Χριστοδούλου καί Γιώργο Σιμώνη γιά τή γλωσσική καί καλλιτεχνική ἐπιμέλεια τοῦ Ὁδηγοῦ ἐπισκεπτῶν Μουσείου Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, τόν ὁποῖον ἔχετε ἤδη στά χέρια σας, καί τή γλωσσική καί καλλιτεχνική ἐπιμέλεια τῶν ἐπεξηγηματικῶν γιά κάθε ἔκθεμα πινακίδων, ἀλλά καί γιά τήν εὐρύτερη συμβολή τους στό ὅλο ἔργο.
Τούς συντηρητές τοῦ Κέντρου Συντηρήσεως Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, τό ἐπιστημονικό προσωπικό τοῦ Κέντρου Μελετῶν Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου καί τοῦ Κέντρου Θησαυροῦ Κυπριακῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης καί ὅλους ἐκείνους τούς ἐπώνυμους καί ἀνώνυμους, πού μέ ἀμείωτο ζῆλο καί κατανόηση τῆς σημασίας τοῦ ἔργου συνετέλεσαν, ὥστε νά πραγματοποιηθεῖ τό ὅραμα, γιά νά κατορθώσουμε νά φτάσουμε σήμερα στήν εὐλογημένη αὐτή ὥρα, τούς εὐχαριστοῦμε καί τούς συγχαίρουμε, εὐχόμενοι ἀπό καρδίας, ὅπως ὁ πατήρ τῶν οἰκτιρμῶν καί τῆς φιλανθρωπίας ἀνταποδίδει σ’ αὐτούς πλούσιες τίς δωρεές του.
Τέλος χάριτες ὀφείλω καί εὐγνωμοσύνη ὁμολογῶ, τόσο πρός ἐσᾶς, Ἐξοχώτατε κ. Πρόεδρε καί Μακαριώτατε, ὅσο καί πρός ὅλη τήν πανέντιμη χορεία τῶν γεραρῶν καί ἐνθέων Ἱεραρχῶν, φιλοθέων Ἡγουμένων καί λοιπῶν κληρικῶν καί μοναχῶν καί πρός τόν περιούσιο τοῦ Κυρίου λαό, γιά τή συμμετοχή σας στή χαρά αὐτή καί τήν ἀγαλλίαση. Ἡ παρουσία σας προσδίδει ἰδιαίτερη αἴγλη καί λαμπηδόνα στήν τερπνή καί εὔσημη αὐτή γιορταστική ἀτμόσφαιρα.
Ἰδιαίτερα ὅμως ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά καλωσορίσω καί ἐκ βάθους καρδίας νά εὐχαριστήσω τούς Σεβασμιώτατους Ἱεράρχες, ἐκπροσώπους Ὀρθοδόξων Πατριαρχείων καί Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖοι «οὐκ ὤκνησαν μακράν ὁδόν πορευθῆναι», γιά νά βρίσκονται σήμερα ἐδῶ, καί νά λαμπρύνουν μέ τήν παρουσία τους, καί νά πολλαπλασιάζουν τή χαρά τῆς πανηγύρεως αὐτῆς. Περιχαρεῖς καί ἑόρτιοι, σᾶς ἀπευθύνουμε τό «ὡς εὖ παρέστητε».
Μακαρίζομεν τέλος τούς ἀοιδίμους κτήτορες τῆς Ἱερᾶς Βασιλικῆς καί Σταυροπηγιακῆς αὐτῆς Μονῆς, καί ἐξαίρουμε τούς ἀγῶνες τῶν ἀπ’ αἰώνων ἡγουμενευσάντων προκατόχων μας καί τῶν μακαρίων μοναχῶν της, οἱ ὁποῖοι, ἄγρυπνοι φύλακες τῶν ἱερῶν καί τῶν ὁσίων τῆς πίστεως, διέσωσαν καί ἄφησαν σ’ ἐμᾶς πλούσια κληρονομιά ἀθανάτων πνευματικῶν ἀξιῶν˙ οἱ μορφές τους κατά τήν ἱερή αὐτή ὥρα παρελαύνουν σιωπηλές καί λτιανεύουσες στά βάθη τῆς ψυχῆς μας.
Παραδίνοντες σήμερα τό νεόδμητο Ἐκκλησιαστικό Μουσεῖο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, ὡς φάρο πολιτισμοῦ, πού θά καταυγάζει τήν Κύπρο, ἀπό καρδίας εὐχόμαστε ἄσβεστη καί ἀειλαμπῆ τήν ἀκτινοβολία του, γιά νά διαχύνει τή λάμψη καί τό ἄρωμα τοῦ ἑλληνορθοδόξου βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ στόν πνευματικό χῶρο τῆς πατρίδας μας, γιά νά διακηρύττει ἐσαεί τόν εὐγενῆ ἰδεαλισμό καί τήν προσήλωσή του στίς ὕψιστες ἀξίες τοῦ Ἁγίου, τοῦ Ὡραίου, τοῦ Ἀγαθοῦ καί τοῦ Ἀληθινοῦ, γιά νά ὑμνολογοῦν τά ἐκθέματά του καί νά δοξολογοῦν «μέ τά σιωπηλά μιλήματά τους καί τά ἀμίλητα τραγούδια τους», ὅπως λέει ὁ ποιητής, τόν πολιτισμό τῆς Ὀρθοδοξίας, τήν τέχνη της, τό παντοτινό μεγαλεῖό της.
Εὔχομαι τό ἄπειρο ἔλεος καί ἡ ἄμαχος προστασία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρεσβείαις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, νά διατηρεῖ στούς αἰῶνες ἀκέραιη καί ἀβασίλευτη τήν ἀκτινοβολία τοῦ ἑλληνορθοδόξου αὐτοῦ πυρσοῦ, νά σκέπει πάντοτε τήν παλαίφατη αὐτή Μονή καί νά διατηρεῖ «ἐν ἀκμῇ ὑγείας σώματος καί πνεύματος» τούς ἀσκουμένους σ’ αὐτή, πρός δόξα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τοῦ παναγίου καί προσκηνυτοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἀμήν.